πάραντα

πάραντα
πάραντα
sideways
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πάραντα — Α επίρρ. προς τα πλάγια, λοξά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἄντα «απέναντι, κατά πρόσωπο» (πρβλ. κάτ αντα)] …   Dictionary of Greek

  • άντα — Ο μεγαλύτερος παραπόταμος (313 χλμ.) του Πάδου και τέταρτος σε μήκος ποταμός της Ιταλίας. Πηγάζει από τις Ρετικές Άλπεις σε ύψος 2.290 μ. και ο άνω ρους του διαρρέει την κοιλάδα Βαλτελίνα που σχημάτισαν οι διαβρώσεις των παγετώνων. Εκβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • κάταντα — (Α) επίρρ. προς τα κάτω, κατηφορικά («πολλὰ δ ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ ἦλθον» πήγαν προς τα πάνω, προς τα κάτω, παράμερα και λοξά, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἄντα «απέναντι, κατά πρόσωπο»] …   Dictionary of Greek

  • Γιόρνταενς, Γιάκομπ — (Jakob Jordaens, 1593 – 1678). Φλαμανδός ζωγράφος. Επηρεάστηκε από τον Ρούμπενς και τον Καραβάτζιο. Στους πρώτους του πίνακες διακρίνεται έντονα η επίδραση της φλαμανδικής ζωγραφικής παράδοσης, καθώς και πολλά στοιχεία από την τεχνοτροπία του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”